Τα ζώα συντροφιάς κατέχουν μια πολύ σημαντική θέση στη ζωή των σύγχρονων ανθρώπων. Πλήθος ερευνών στον χώρο της ψυχολογίας – και όχι μόνο – επικεντρώνεται στα σημαντικά οφέλη της σχέσης με ένα ζώο συντροφιάς
για την ψυχική και σωματική υγεία των κηδεμόνων.
γράφει η Μάρα Κτενά, Κλινική ψυχολόγος (MSc ΕΚΠΑ)
Σε ψυχολογικό επίπεδο, τα ζώα συντροφιάς λειτουργούν συχνά ως στήριγμα, παρέχοντας συναισθηματική ασφάλεια σε δύσκολες στιγμές, μειώνουν το αίσθημα μοναξιάς και λειτουργούν διευκολυντικά σε μεταβατικές περιόδους. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μεγάλο ενδιαφέρον για τη σχέση που αναπτύσσουν οι νεότεροι άνθρωποι και ιδίως η γενιά των Millennials με τα ζώα συντροφιάς τους. Ανεξάρτητα από το τι μπορεί να σημαίνει αυτή η τάση ως ευρύτερο κοινωνικό φαινόμενο και πως συνδέεται με άλλες κοινωνικές δυναμικές παραμένει το γεγονός ότι τα ζώα συντροφιάς σήμερα γίνονται αντιληπτά ως μέλη της οικογένειας και επιτελούν πολλούς διαφορετικούς ρόλους, όπως του παιδιού, του φίλου, της παρέας. Μάλιστα, οι Millennials, που παρουσιάζονται συχνά ως «γονείς» των κατοικιδίων, αντιλαμβάνονται τα ζώα τους ως ισότιμα με τους ανθρώπους και δίνουν έμφαση στις ανάγκες των ζώων συντροφιάς τους.
Η αλλαγή που έχει αρχίσει να εδραιώνεται απέναντι στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα ζώα συντροφιάς έχει αντίκτυπο και στον τρόπο που βιώνεται το πένθος έπειτα από την απώλειά τους. Ο θάνατος ενός κατοικιδίου συνιστά ένα ισχυρό πλήγμα για τους κηδεμόνες τους με πιθανές επιπτώσεις στην ψυχική τους υγεία. Συχνά μια τέτοια απώλεια περιγράφεται ως μία από τις πιο δύσκολες στιγμές στη ζωή ενός ανθρώπου. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία το πένθος που κανείς βιώνει έπειτα από την απώλεια ενός ζώου συντροφιάς μπορεί να είναι αντίστοιχο ή και ισχυρότερο σε ένταση ή σε διάρκεια από εκείνο της απώλειας ενός αγαπημένου προσώπου. Το γεγονός αυτό φαίνεται να συνδέεται και με τις ιδιαιτερότητες της απώλειας των κατοικιδίων. Πιο συγκεκριμένα, το ότι πρόκειται για έναν αναμενόμενο θάνατο, δεδομένου ότι η διάρκεια της ζωής των ζώων είναι κατά κανόνα πιο μικρή από αυτή των ανθρώπων, η πιθανότητα να βιώσει κανείς πολλαπλά πένθη ή να κληθεί να λάβει την απόφαση για τον τερματισμό της ζωής του κατοικιδίου του, με τη μορφή της ευθανασίας, επηρεάζουν τον τρόπο που κανείς βιώνει την απώλεια. Επίσης, σημαντική παράμετρος είναι ότι το πένθος ενός αγαπημένου ζώου συχνά δεν αναγνωρίζεται ως αυθεντικό από τον περίγυρο, είναι κοινωνικά μη αποδεκτό, ευτελίζεται ή και παθολογικοποιείται. Ταυτόχρονα, δεν παρέχεται η βοήθεια και η υποστήριξη που χρειάζονται οι πενθούσες και απουσιάζουν –ή γίνονται άτυπα– οι διάφορες τελετουργίες πένθους (π.χ. η ταφή), που θα επέτρεπαν στη πενθούσα έναν συμβολικό αποχωρισμό. Αν και τα τελευταία χρόνια οι περισσότεροι κηδεμόνες προβαίνουν σε κάποια τελετουργικά αποχαιρετισμού του ζώου συντροφιάς τους, η απουσία κοινωνικά καθιερωμένων πρακτικών πένθους για τα κατοικίδια όχι μόνο στερεί τη δυνατότητα για έναν συμβολικό αποχωρισμό αλλά εμποδίζει και την αναγνώριση της απώλειας και τη συνακόλουθη κοινωνική υποστήριξη. Μάλιστα, ένα κοινό παράπονο ανάμεσα στους κηδεμόνες είναι ότι πολλές φορές υπάρχει μια σύγκρουση ανάμεσα σε αυτό που νιώθουν και σε αυτό που «πρέπει» να δείξουν καθώς συμβαίνει συχνά οι φίλοι, η οικογένεια και ο περίγυρος να μην αναγνωρίζουν την απώλεια του κατοικιδίου ως μια «πραγματική» απώλεια. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω είναι σημαντικό όλοι μας ως κηδεμόνες, φιλόζωοι, εργαζόμενοι στον κλάδο κ.ο.κ. να είμαστε ενήμεροι και ευαισθητοποιημένοι για ορισμένες σημαντικές παραμέτρους αυτής της απώλειας ώστε να βοηθήσουμε στην υιοθέτηση μιας νέας στάσης που θα επιτρέπει την διευκόλυνση των πενθούντων.
Αρχικά, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, η ύπαρξη ταφικών και άλλων τελετουργιών έχουν θετική επίδραση στον τρόπο που οι κηδεμόνες βιώνουν το πένθος τους. Οι τελετουργίες επιτρέπουν στον πενθούντα να θρηνήσει, να αποχαιρετίσει συμβολικά τον θανόντα και να λάβει υποστήριξη από τον περίγυρο. Μάλιστα, σε σχετική έρευνα φάνηκε ότι η ύπαρξη ταφικών τελετουργιών λειτούργησε ως ένας τρόπος απόδοσης φόρου τιμής στο ζώο συντροφιάς και εξίσωσής του με μέλος της οικογένειας ενώ παράλληλα η ύπαρξη ενός τόπου επίσκεψης του αγαπημένου ζώου μετά τον θάνατό του λειτουργεί παρηγορητικά για πολλά άτομα. Επίσης, η ύπαρξη ενός υποστηρικτικού περιβάλλοντος (φίλες, οικογένεια, συνάδελφοι, κτηνίατροι…) παίζει καθοριστικό ρόλο στο βίωμα του πένθους.
Σύμφωνα με σύγχρονες έρευνες οι κηδεμόνες κατοικιδίων ανακουφίζονταν όταν οι κτηνίατροι και ο στενός τους κύκλος έδειχναν ενσυναίσθηση απέναντι στην απώλειά τους και επικύρωναν το συναίσθημά τους ενώ η απουσία κατανόησης φάνηκε να σχετίζεται με έντονη μοναξιά, θυμό, αίσθηση ότι κανείς δεν τους καταλαβαίνει κ.ά. Μάλιστα, επειδή όπως και στην απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου ο χρόνος και ο τρόπος επεξεργασίας του πένθους ποικίλει, αξίζει να έχουμε κατά νου ότι αυτή η υποστήριξη και κατανόηση μπορεί να χρειάζεται διάρκεια στον χρόνο – και να μην είναι μόνο τον πρώτο καιρό – κάτι που συχνά και οι πιο ευαισθητοποιημένες ξεχνάμε. Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη την προτροπή που υπάρχει συχνά για την υιοθεσία ενός νέου κατοικιδίου έπειτα από μια απώλεια, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι αυτό για πολλούς κηδεμόνες δεν είναι ιδιαίτερα βοηθητικό. Πράγματι, προς το τέλος της επεξεργασίας του πένθους αρκετά άτομα είναι πρόθυμα να επενδύσουν ξανά σε ένα νέο αντικείμενο αγάπης. Ωστόσο, όπως έχει δείξει σχετική έρευνα φαίνεται ότι τα περισσότερα άτομα χρειάζονται αρκετούς μήνες πριν πάρουν τελικά μια τέτοια απόφαση, η οποία πολλές φορές έρχεται παράλληλα με ενοχές και αίσθηματα προδοσίας προς το αποθανόν ζώο ή φόβους ανεπάρκειας προς το νέο.
Τέλος, επειδή ο θάνατος ενός ζώου συντροφιάς πέρα από την απώλεια καθεαυτή ισοδυναμεί και με την απώλεια μιας συγκεκριμένης σχέσης δεσμού ή με την απώλεια μιας ταυτότητας ή ενός ρόλου (π.χ. του φροντιστή) ή πολλές φορές αφυπνίζει άλλα πένθη και προβληματισμούς βλέπουμε πως τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι άνθρωποι στρέφονται σε ειδικούς ψυχικής υγείας έπειτα από μια τέτοια απώλεια. Ακριβώς λοιπόν για αυτό τον λόγο είναι σημαντικό να έχουμε στο μυαλό μας τη δυνατότητα ή την ανάγκη να παραπέμψουμε ορισμένες φορές το άτομο που πενθεί ή να απευθυνθούμε εμείς οι ίδιες σε κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας για να υπάρξει ένας χώρος να μιλήσει κανείς για το βίωμά του.