Γράφει η Μαρία Αθανασίου, MD, MS’c Κοινωνικής Ψυχιατρικής – Ειδικός Ψυχίατρος
Γιατί ο άνθρωπος έχει κατοικίδια, τι μας οδηγεί στο να χαϊδέψουμε ασυνείδητα ένα ζώο, τι δημιουργεί αυτόν το μοναδικό δεσμό, από πού πηγάζει αυτός ο σεβασμός και η αξία που δίνουμε σε δεσποζόμενα και μη ζώα, γιατί ένα ζώο μπορεί να αποτελέσει ένα κοινωνικό στήριγμα και όχι τροχοπέδη και τελικά πώς μπορεί η παρουσία ενός ζώου, βιολογικά, ψυχικά και κοινωνικά, να είναι ωφέλιμη.
Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτηματικά, παρουσιάζουν μεγάλη ετερογένεια και σίγουρα δεν αντιπροσωπεύουν πάντα ποσοτικά και πληθυσμιακά όλους τους ανθρώπους. Ωστόσο, τα υψηλά ποσοστά ιδιοκτησίας κατοικίδιων στη σύγχρονη κοινωνία, αντανακλούν κατά έναν τρόπο την αξία του συναισθηματικού δεσμού με τον άνθρωπο. Υπολογίζεται, λοιπόν, στατιστικά ότι περίπου το 50% των ανθρώπων σε όλες τις αναπτυσσόμενες χώρες, έχουν στην κατοχή τους τουλάχιστον ένα κατοικίδιο.
Στις ΗΠΑ, το ποσοστό κατοχής σκύλου ως κατοικίδιου ανέρχεται στο 63%, στη Μεγάλη Βρετανία, 7,5 εκατομμύρια Βρετανοί έχουν σκύλο ως κατοικίδιο, ενώ ο αριθμός αυτών που έχουν γάτα ως κατοικίδιο, είναι ελαφρώς μειούμενος (Matchock, 2015; Thomas, 2005; Walsh, 2009). Συνακόλουθα, η αξία αυτής της σχέσης αντανακλάται ισότιμα από την ποιότητα παροχής ιατροφαρμακευτικών υπηρεσιών σε δεσποζόμενα και μη ζώα, καθώς και από άλλες καθημερινές δραστηριότητες που συμβάλλουν στην καθοριστική ευζωία τους. Επιπλέον, η θέσπιση νόμων για την προστασία τους, επιβεβαιώνει καθολικά σε επίπεδο οργανωμένου κράτους, τη σημαντικότητα που αποδίδεται σε αυτά, αλλά και την ιδιαίτερη σχέση που διέπει τον άνθρωπο με τα ζώα (Walsh, 2009).
Ορίζοντας το δεσμό Ανθρώπου/Ζώου (Human/Animal Bond ‘HAB’)
Το 1998 αποδόθηκε ένας σαφής ορισμός με κοινή επιστημονική αποδοχή που υπογράμμισε έντονα την αξία του δεσμού και τη μοναδικότητα του φαινομένου. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτόν τον ορισμό, που διαμορφώθηκε από την αμερικανική κτηνιατρική εταιρία: «O δεσμός ανθρώπου/ζώου (Human/Animal Bond), ορίζεται ως μία αμοιβαία και επωφελής δυναμική σχέση μεταξύ του ανθρώπου και του ζώου, η οποία επηρεάζεται από συμπεριφορές που θεωρούνται απαραίτητες για την υγεία και την ευημερία και των δύο. Αυτές οι συμπεριφορές απορρέουν από την αλληλεπίδραση των ανθρώπων με τα ζώα και το περιβάλλον, σε σωματικό, συναισθηματικό και ψυχολογικό επίπεδο» (Hosey & Melfi, 2014, σελ. 125).
Η προσπάθεια αποτύπωσης θεωριών για το δεσμό Ανθρώπου/Ζώου (HAB)
Μετά τη δεκαετία του 1970, η προσπάθεια εννοιολογικού προσδιορισμού, αναδείχθηκε κυριότερα με την απόδοση συνόλου θεωριών, βασισμένων σε αρχές της εξελικτικής ψυχολογίας, αλλά και με επέκταση στο πεδίο της αλληλεπίδρασης ανθρώπων/ζώων, (Brown, 2004; Fine & Beck, 2015). Θεωρίες, όπως, η υπόθεση της βιοφιλίας, η θεωρία της κοινωνικής στήριξης, η θεωρία του δεσμού (Fine & Beck, 2015) και το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο (Serpell, McCune, Gee, & Griffin, 2017), θεωρήθηκαν ως αποδεκτές και εν δυνάμει κατάλληλες να εξηγήσουν το δεσμό Ανθρώπου-Ζώου (Brown, 2004; Fine & Beck, 2015).
Η υπόθεση της βιοφιλίας (Biophilia hypothesis),
χαρακτηρίζεται ως μία ακατανίκητη τάση του ανθρώπου να εστιάζει στη ζωή και τη δυναμική της. Αυτό οδηγεί σε μία ενδότερη ανθρώπινη τάση σύνδεσης και σεβασμού άλλων οργανισμών και ίσως μπορεί να εξηγήσει και την ανάγκη του ανθρώπου να συσχετίζεται και με μη ανθρώπινα είδη, αιτιολογώντας έτσι το δεσμό ανθρώπου/ζώου (Herzog, 2002).
Η θεωρία της κοινωνικής στήριξης (Social support theory) ως μία άλλη θεώρηση, εξηγεί τον ιδιαίτερο δεσμό και την ωφέλεια των ζώων στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Τα ζώα, μπορούν να «σπάσουν» τον κύκλο της μοναχικότητας και της απόσυρσης για πολλές κατηγορίες ατόμων, αλλά και να επιφέρουν μείωση του άγχους και βελτίωση πολλών άλλων ψυχικών εκδηλώσεων (Serpell et al., 2017).
Η θεωρία του δεσμού (Attachment theory), αναπτύχθηκε από τον Βρετανό ψυχίατρο και ψυχαναλυτή John Bowlby (1907-1990), ο οποίος παρατήρησε ότι όπως τα νεογνά ζώων αναπτύσσουν αυτόματο δεσμό με μητρικές φιγούρες -αλλά παράλληλα εκδηλώνουν σημεία αποχωρισμού και άγχους-, το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στα βρέφη με τις μητέρες τους, (Marrone, 2014). Σε επίπεδο σχέσης ανθρώπων και ζώων, αυτή η θεωρία εξηγεί εκείνους τους μηχανισμούς που υπογραμμίζουν τη μοναδικότητα του δεσμού που δημιουργείται ανάμεσα στους ανθρώπους και τα ζώα, εξαιτίας της ανάγκης των πρώτων να αναζητούν προστασία και ασφάλεια, όχι μόνο σε κυρίαρχες ανθρώπινες φιγούρες, αλλά και σε ζωικά είδη. (Zilcha-Mano, 2013).
Το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο (Biopsychosocial model), χαρακτηρίζεται από τη συνάθροιση όλων των ανωτέρω θεωριών που έχουν εξηγηθεί και προσφέρει μία ολότητα στην κατανόηση του δεσμού, καθώς και στη διακριτή ωφέλεια που χαρακτηρίζει την επαφή των ανθρώπων με τα ζώα (Serpell et al., 2017).
Σε ψυχοκοινωνικό επίπεδο, βασίζεται σε ερευνητικά δεδομένα που υποδεικνύουν την ωφελιμότητα της παρουσίας κατοικίδιων, τόσο στην εν δυνάμει πρόληψη όσο και στη βελτίωση σε ψυχικές διαταραχές και ψυχολογικές εκδηλώσεις (κατάθλιψη, άγχος, ανηδονία με συχνό εντοπισμό στις ψυχώσεις, νευροαναπτυξιακές διαταραχές, μοναχικότητα, παραβατικότητα, επιθετικότητα και η φροντίδα ενός ζώου ως αντανάκλαση ενσυναίσθησης στους ανθρώπους) (Chapa, et al., 2014;Walsh, 2009).
Σε βιολογικό επίπεδο, σωματική κινητοποίηση και καλύτερη φυσική κατάσταση (Serpell et al., 2017), θετική επίδραση στο καρδιαγγειακό σύστημα και μεταβολικό προφίλ και αύξηση του προσδόκιμου ζωής σε ασθενείς που έχουν υποστεί έμφραγμα του μυοκαρδίου (Allen, 2003; Allen, Blascovich, & Mendes, 2002; Crawford, Worsham, & Swinehart, 2006; Levine, et al., 2013). Νευροβιολογικά, πτώση της αρτηριακής πίεσης με βελτίωση ταχυσφυγμίας και απελευθέρωση της οξυτοκίνης, μείωση της κορτιζόλης και αύξηση της ντοπαμίνης και σεροτονίνης αντίστοιχα (Serpell et al., 2017). Σε επίπεδο χρόνιων δυσίατων παθήσεων (άνοια, HIV, νεοπλασίες, ασθενείς τελικού σταδίου), η επαφή με τα ζώα αποτελεί καταλύτη απάλυνσης και καλυτέρευσης διαφόρων ψυχολογικών επιπτώσεων (Creagan, Bauer, Thomley & Borg, 2015; McNicholas et al., 2005; O’Haire, 2010; Orlandi, etal., 2007; Walsh, 2009).
Στα παιδιά, υπογραμμίζεται η θετική επίδραση της παρουσίας των ζώων στο α) ανοσολογικό σύστημα με την ισχυροποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος και των ανοσολογικών αντιδράσεων και β) σε επίπεδο χρόνιων παθήσεων και κινητικών αναπηριών με τη συνακόλουθη κατευναστική και ανακουφιστική επίδραση και χρήση των ζώων (Walsh, 2009). Τα παραπάνω ερευνητικά και στατιστικά δεδομένα, εξηγούν εν δυνάμει και αποσαφηνίζουν τα ερωτηματικά της ανάγκης, αλλά και της ασυνείδητης πολλές φορές επιθυμίας των ανθρώπων να είναι «κοντά» σε ένα ζώο. Παρά τις αμφισβητήσεις και την πληθώρα περιστατικών κακοποίησης και καταδυνάστευσης των ζωικών ειδών, υπάρχει πάντα και μία φωτεινή πλευρά, αυτή του μοναδικού και διαχρονικά σταθερού δεσμού ανάμεσα στον άνθρωπο και τα ζώα.